- ανεμιστής
- ο1. αυτός που ανεμίζει το σιτάρι, ο λιχνιστής2. όποιος εξανεμίζει την περιουσία του, ο σπάταλος3. στρογγυλή τρύπα σε πόρτα ή παράθυρο με ακτινωτό δίσκο που περιστρέφεται από τον άνεμο για εξαερισμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανεμιστής, ο — ανεμιστής, o, θηλ. ίστρια ο εργάτης ή η εργάτρια που κάνει στο αλώνι τo ανέμισμα του σταριού, κριθαριού κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)